Ιστορικά Στοιχεία

ΓΕΝΙΚΑ

1. Στο 103ο χλμ της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας και ένα περίπου χιλιόμετρο βόρεια του κόμβου Αλιάρτου-Ακραιφνίου βρίσκεται η Κωμόπολη Ακραίφνιο. Ενώ η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ‘εν ύψει’ δηλαδή σε ψηλό μέρος, η καινούργια είναι χωμένη σε μια κοίλη πτυχή του Πτώου όρους. Στα νότια του Ακραιφνίου υψώνεται ο λόφος Βίγλιζα (Σκοπιά), που του κόβει τη θέα προς την Κωπαΐδα και την εθνική οδό. Στη ράχη της Βίγλιζας, σώζονται ακόμη τμήματα από τον οχυρωματικό περίβολο της ακρόπολης της αρχαίας Ακραιφίας. Στα ανατολικά του, ο δρόμος που μέσα από τη μικρή κοιλάδα ‘Κορύτιζα’, οδηγεί προς τον κύριο όγκο του ορεινού συγκροτήματος του Πτώου, πάνω στο οποίο βρίσκονται το Μαντείο του Πτώου Απόλλωνα και η Μονή Πελαγίας. Από τη Μονή, ο δρόμος κατηφορίζει προς τη θάλασσα του Ευβοϊκού, στη θέση ‘Σκορπονέρια’. Βόρεια μια προέκταση του Πτώου γνωστή στους ντόπιους ως ‘Μαλιμάδι’ χωρίζει το Ακραίφνιο από το γειτονικό χωριό Κόκκινο. Δυτικά του, το Παλαιοχώρι, η καταπράσινη από ελιές πλαγιά ενός λόφου που το ένα σκέλος του εισχωρεί σαν γλώσσα σε βάθος 4 περίπου χιλιομέτρων στο Κωπαϊδικό πεδίο, μέχρι τη θέση Μύτικα, το δε άλλο, στρέφεται βορειοδυτικά και φθάνει ως τον κόλπο της Φτελιάς απέναντι από τη γνωστή νησίδα της Μυκηναϊκής Ακρόπολης του Γλά.

2. Το 1835 με Βασιλικό Διάταγμα σχηματίσθηκε ο Δήμος Ακραιφνίου, με έδρα το Κόκκινο. Το 1847 η έδρα μεταφέρθηκε στο Ακραίφνιο. Το 1912 διαλύθηκε ο Δήμος και το χωριό παρέμεινε ως κοινότητα αρχικά με το όνομα Καρδίτσα και από το 1933 με το όνομα Ακραίφνιο. Το 1997 δημιουργήθηκε ο νέος Δήμος Ακραιφνίας με τη συνένωση των κοινοτήτων Ακραιφνίου, Κοκκίνου-Νέου Κοκκίνου και Κάστρου, με έδρα το Ακραίφνιο. Με τον νέο Νόμο περί τοπικής αυτοδιοίκησης το γνωστό ως ‘ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ’, ο Δήμος Ακραιφνίας διαλύθηκε και από 1 Ιανουαρίου 2011, τα χωριά που τον αποτελούσαν έχουν υπαχθεί ως Δημοτικά Διαμερίσματα στον Δήμο Ορχομενού.

ΑΡΧΑΙΑ ΑΚΡΑΙΦΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ

1. Μυθολογία

Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία που έχουμε για την πόλη της Ακραιφίας προέρχεται από τον Ηρόδοτο (Η,135).

Από τον Στράβωνα αναφέρεται ως Ακραιφίαι ή Ακραίφιον και από τον Παυσανία ως Ακραίφνιον.

Κατά τη μυθολογία, όταν ηγεμόνας της βόρειας Βοιωτίας ήταν ο Ανδριεύς, άρχισαν να συρρέουν στην Κωπαΐδα προερχόμενα από τη Θεσσαλία, διάφορα Ελληνικά φύλα, υπό διαφόρους ηγέτες όπως τον Αθάμαντα, τον Κόρωνο, τον Αλίαρτο, τον Άλμο. Εγκαταστάθηκαν κατά γένη και ίδρυσαν πόλεις, στις οποίες έδωσαν τα ονόματα των οικιστών τους. Η πρώτη φυλή που έφθασε στην Αδρηίδα, ήταν η φυλή των Αθαμάνων, υπό τον Αθάμαντα τον γιό του Αιόλου, γιού του Έλληνα. Ακολουθώντας τα δυτικά παράλια του Ευβοϊκού κόλπου, μέσω των Αλών (σημερινό Θεολόγο) καi της Λάρυμνας έφθασαν με τα κοπάδια τους στην περιοχή του σημερινού Ακραιφνίου, όπου και εγκαταστάθηκαν. Στην οροσειρά πάνω από το Ακραίφνιο έδωσαν το όνομα του Πτώου του γιου του Αθάμαντα και την πόλη που ίδρυσαν την ονόμασαν Ακραιφία, προς τιμήν του Ακραιφέα του γιού του Απόλλωνα ή έδωσαν κάποιο όνομα που κουβαλούσαν από τον τόπο καταγωγής τους, ή τέλος για να δείξουν ίσως την καθαρότητα της φυλής των Αθαμάνων (ακραιφής σημαίνει αμιγής, ακέραιος), πριν νοθευτεί με τις μετέπειτα Θηβαϊκές επιγαμίες. Κατ’ άλλους ο Ακραιφέας ήταν και αυτός γιός του Αθάμαντα. Ο χώρος γύρω από το Ακραίφνιο ονομάστηκε Αθαμάντιο πεδίο.

Άλλη εκδοχή θέλει την πόλη να πήρε το όνομα Ακραίφνιο από τον Μέγα Αλέξανδρο που ζήτησε να στρατοπεδεύσει κοντά της και υποσχέθηκε να μη την καταστρέψει εάν οι κάτοικοί της δεν του δημιουργήσουν κανένα πρόβλημα. Έτσι επειδή κράτησαν την υπόσχεσή τους η πόλη έμεινε ακραιφνής, αβλαβής, άφθαρτος.

2. Αρχαία Ακραιφία.

Ακρόπολη Αρχαίας Ακραιφίας
Η νότια όψη της μικρής πύλης της ακρόπολης της Αρχαίας Ακραιφίας

Ή αρχαία πόλη βρισκόταν στα νότια του σημερινού Ακραιφνίου στα ανατολικά του κάμπου της Κωπαΐδας και στα βορειοδυτικά της Υλίκης και κατελάμβανε την πάνω και τη βορεινή επιφάνεια του λόφου Βίγλιζα (Σκοπιά). Πάνω στον λόφο ήταν οικοδομημένη η ακρόπολη της αρχαίας Ακραιφίας. Το τείχος που περιέβαλε την πόλη κτίσθηκε σε δύο φάσεις κατά τον 4ον πΧ. αιώνα και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Ήταν οικοδομημένο με πολυγωνικούς λίθους κατά το σύστημα της Ελληνικής τοιχοδομίας, ξεκινούσε από το ανατολικότερο ύψωμα του λόφου, όπου σχηματίζοντας σχεδόν ορθή γωνία, το ένα σκέλος του κατηφόριζε τη βόρεια πλαγιά προς το σημερινό Ακραίφνιο, το δε άλλο είχε στην αρχή του μια πύλη την ονομαζόμενη μικρή πύλη και πενταγωνικό πύργο, ακολουθούσε την κορυφογραμμή προς τα δυτικά, περιέκλειε το ομαλό και σχεδόν επίπεδο τμήμα του και έφτανε μέχρι τη νότια είσοδο του σημερινού χωριού, λίγο πιο πάνω από το εκκλησάκι της Παναγίας.

Το 196 πΧ. καταστράφηκε από τον ρωμαϊκό στρατό, υπό τον Άππιο Κλαύδιο. Παρ’ όλα αυτά μεγάλο τμήμα του τείχους της πάνω πόλης και ειδικότερα το ανατολικό, κοντά στη μικρή πύλη και το ευρισκόμενο στο δυτικότερο σημείο του λόφου, διασώθηκε και διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Στο μεγαλύτερο τμήμα της κορυφογραμμής είναι εμφανή τα ίχνη των θεμελίων, σε ορισμένα δε σημεία στέκουν ακόμη όρθια μικρά τμήματα του τείχους. Το τείχος της κάτω πόλης, στις βόρειες και δυτικές υπώρειες του λόφου, δεν διατηρήθηκε. Είναι πιθανόν κάποιο τμήμα του, καθώς και τα λείψανα της αρχαίας πόλης να βρίσκονται ακόμα θαμμένα εκεί, γιατί δεν έχουν γίνει συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή αυτή, πλην μιας μικρής έρευνας που έγινε από τον Y.Garlan που δημοσιεύτηκε το 1974.

3. Αθάμας: Ο Οικιστής του Ακραιφνίου.

Η πιθανή πορεία των Αθαμάνων προς το Ακραίφνιο

Ο Αθάμας, ο γενάρχης των Μινύων Βασιλιάδων του Ορχομενού ήταν, όπως αναφέραμε, ο ιδρυτής του Ακραιφνίου. Η παράδοση δεν μνημονεύει καθόλου εχθροπραξίες. Τα διάφορα γένη εμφανίζονται να εισέρχονται ειρηνικά και να εγκαθίστανται στην Ανδρηίδα (ευρύτερη περιοχή της Κωπαϊδας) πιθανόν με τη συναίνεση ή με την ανοχή του επίσημου κράτους. Σαν πρώτη σύζυγος του Αθάμαντα φέρεται η Νεφέλη (θεά των Νεφών) με την οποία απέκτησε τον Φρίξο και την Έλλη. Μετά τον θάνατο της Νεφέλης ήρθε σε δεύτερο γάμο με την κόρη του Κάδμου και τηςΑρμονίας, την Ινώ με την οποία απέκτησε τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αθάμας παντρεύτηκε την Ινώ πριν απομακρυνθεί από την περιοχή Ακραιφνίου, όταν δηλ. διατηρούσε ακόμη επαφές με τους Θηβαίους γείτονές του. Επομένως, σε αυτή την περίπτωση, ο Φρίξος και η Έλλη θα πρέπει να έζησαν τα παιδικά τους χρόνια στο Ακραίφνιο.

4. Ο Ναός του Πτώου Απόλλωνα – Μαντείο

α. Σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων από το Ακραίφνιο, κάτω από μια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση ‘Περδικόβρυση’, δίπλα από το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, ήταν κτισμένος ο ναός του Πτώου Απόλλωνα.

Μαζί με τον ναό, λειτουργούσε και το μαντείο του θεού, που χαρακτηριζόταν ‘αψευδές‘, δηλαδή αλάθητο στους χρησμούς και ‘πολύφωνο‘, επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα.

Το μαντείο αυτό ήταν ένα από τα σπουδαιότερα μαντεία της αρχαιότητας και ένα από τα έξι μαντεία της Βοιωτίας (Πτώου, Τροφωνίου, Θηβών, Αμφιαράου, Τεγύρας, Αβών). Από μία διακοπή της λειτουργίας του για 25 χρόνια (από το 335 έως το 310 πΧ.) συμπεραίνεται ότι οι Μακεδόνες μαζί με τη Θήβα κατέστρεψαν και τον ναό του Απόλλωνα.

Ο Απόλλων εδώ λεγόταν Πτώος ή Πτώιος και Ακραίφιος, ή Ακραιφιεύς. Υπάρχουν πολλές δοξασίες για το όνομα. Σύμφωνα με τον μύθο ο Απόλλωνας απέκτησε με τη Ζευξίππη δυο γιούς τον Πτώο και τον Ακραιφέα. Ο πρώτος έδωσε το όνομα του στο όρος και στον ναό του Απόλλωνα και ο άλλος στην πόλη του Ακραιφνίου. Άλλη δοξασία λέει πως στο βουνό έφτασε η Λητώ να γεννήσει κρυφά τον ερωτικό της καρπό με τον Δία. Ξαφνικά παρουσιάστηκε κάποιος αγριόχοιρος, η Λητώ φοβήθηκε ‘επτοήθει’ και τότε το όρος πήρε το όνομα Πτώον.

β. Το κτιριακό συγκρότημα του ναού περιελάμβανε:

(1). Τον Ναό του Απόλλωνα

Το σημαντικότερο κτίριο του ιερού, ήταν ο ναός του Απόλλωνα (ο ναός του θεού). Ήταν δωρικού ρυθμού και περιβάλλονταν από κιονοστοιχίες σε όλες τις πλευρές.

(2). Το Σπήλαιο

Το σπήλαιο ήταν μια θολωτή κατασκευή, σε βάθος 5-6 μέτρα ώστε να μη είναι ορατή, από τους μαντευομένους, η προφητική τελετουργία. Βρισκόταν στα νότια του ναού του Απόλλωνα, πολύ κοντά του και έρεε από αυτό διαυγέστατο νερό, το αγίασμα του ιερού.

(3). Τον Ναό της Προναίας Αθηνάς

Δέκα μέτρα περίπου ανατολικά του ναού είχε κτισθεί μικρός ναός της θεάς Αθηνάς. Ο ναός αυτός αποτελεί ένα είδος συμβολικής αντιγραφής του ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς.

(4). Το Θέατρο

Εμπρός από την ανατολική πλευρά του ναού του Απόλλωνα απλώνεται μια πλατεία. Από μια επιγραφή που αποτελεί λογοδοσία ενός αγωνοθέτη, πληροφορούμαστε ότι έγινε επισκευή του ‘προσκηνίου’. Έτσι μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι στην πλατεία του ναού θα ήταν χτισμένο το θέατρο, όπου κάθε πέντε χρόνια τελούνταν τα Πτώϊα.

(5). Εγκαταστάσεις για τους Θεωρούς

Κάτω από τον ναό του Απόλλωνα υπήρχαν κτιριακές εγκαταστάσεις για τη διαμονή των θεωρών και λουτρά για τη συμβολική κάθαρσή τους και την όλη προπαρασκευή της επαφής με τον θεό.

(6). Οικοδομήματα για τους Ιερείς και τους Δημοσίους Λειτουργούς

Κάτω από τον ναό του Απόλλωνα σε άμεση γειτνίαση με αυτόν υπάρχουν κατάλοιπα ενός συγκροτήματος κτιρίων. Από τη θέση τους συμπεραίνεται ότι πρόκειται για κτίρια στα οποία διέμεναν οι άρχοντες και οι λειτουργοί του ιερού, ίσως δε και οι αντιπρόσωποι των βοιωτικών πόλεων οι οποίοι έρχονταν να παρακολουθήσουν τα Πτώϊα ή να προσφέρουν αφιερώματα στον Απόλλωνα.

(7). Δεξαμενή Νερού και Λουτρά

Πιο κάτω από τα κτίρια διαμονής, είναι μια μεγάλη δεξαμενή νερού επιμήκης και ευρύχωρη, χωρισμένη σε επτά διαμερίσματα επιχρισμένα εσωτερικά με ειδικό κονίαμα και καλή εξωτερική ισοδομική τοιχοδομία. Συνέχεια προς τη δεξαμενή και πάντα προς την κατωφέρεια ήσαν τα λουτρά.

5. Τα Πτώϊα

α. Η Τέλεση των Αγώνων

Τα πτώϊα ήταν αγωνίσματα πνευματικού ενδιαφέροντος που τελούνταν κάθε πέντε χρόνια. Από μια επιγραφή πληροφορούμαστε ότι κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. τελούνταν τα αθλήματα του Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή Επών, Αθλητή και Κιθαρωδού. Τα αγωνίσματα διεξάγονταν στο θέατρο που ήταν κοντά στον ναό, ίσως στη βόρεια πλευρά του και σε ένα βωμό, τη θυμέλη, που περιβαλλόταν από ξύλινα καθίσματα για τους θεατές. Των αγωνισμάτων προηγούνταν:

(1). Η κήρυξη της εκεχειρίας και της ασφάλειας της περιοχής της Ακραιφίας και του Πτώου, όπου θα τελούνταν οι αγώνες. Η εκεχειρία και η ασφάλεια άρχιζαν από 15 Ιουλίου (Ιπποδρόμιος μήνας του Βοιωτικού ημερολογίου) σύμφωνα με το δόγμα των Αμφικτυόνων και διαρκούσαν ένα μήνα. Στο διάστημα αυτό σταματούσε κάθε πολεμική και εχθρική ενέργεια και ο τόπος βρισκόταν σε κατάσταση αναγκαστικής ειρήνης.

(2). Η επίσημη θυσία στην οποία συμμετείχαν οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι του Βοιωτικού Κοινού και της πόλης της Ακραιφίας οι λεγόμενοι θεωροί, ήταν η τελετή της θυσίας ‘από θεού άρξασθαι των αγώνων’. Στη συνέχεια τελούνταν στο θέατρο τα προκηρυχθέντα αγωνίσματα και αναδεικνύονταν οι νικητές οι οποίοι βραβεύονταν με στεφάνι μπροστά στη Θυμέλη και γι’ αυτό το αγώνισμα λεγόταν ‘στεφνίτης θυμελικός αγών (ή θεατρικό αγώνισμα επειδή γινόταν στη θεατρική σκηνή).

(3). Τους αγώνες ακολουθούσαν μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις με χορούς, όπως ο συρτός που από τότε έφτασε και στα δικά μας χρόνια, με δείπνα, πρισφορά γλυκών, χρημάτων, εδεσμάτων κλπ. Τέλος τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε λίθινες στήλες τις οποίες έστηναν στο Ιερό.

β. Η Διακοπή των Αγώνων

(1). Το 171 πΧ η Ακραιφία ήταν ανεξάρτητη πολιτεία. Όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Ελλάδας από τους Ρωμαίους το (146πΧ.) αρχίζει να σημειώνει κάμψη και η δραστηριότητα των μαντείων. Το μαντείο του Πτώου Απόλλωνα θα συνεχίσει τη λειτουργία του, με μικρές διακοπές, μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 2ου μ.Χ αιώνα.

(2). Όταν άρχισε να παρακμάζει η πολυθεΐα, διαδόθηκε ο θρύλος, ότι ο Μέγας Παν των αρχαίων ειδώλων της προχριστιανικής λατρείας, ο θεός των δασών και των ορέων και προστάτης των ποιμνίων, ο θεός που συμβόλιζε την προσωποποίηση όλων των δυνάμεων της φύσης, πέθανε. Είχε φθάσει το τέλος μιας θρησκείας που έζησε στην Ελλάδα για χιλιάδες χρόνια. Ο Χριστιανισμός, η νέα δυναμική θρησκεία έδωσε άλλες αρχές ζωής στα ανθρώπινα. Μαζί με τη σιγή του μαντείου το 177 μΧ διακόπηκαν και οι αγώνες ‘Πτώϊα

6. Το Ηρώο του Πτώου.

Το Ηρώον του Πτώου (Καστράκι) (2006)

Το Ηρώο του Πτώου βρίσκεται στη θέση Καστράκι, στο ανατολικότερο τμήμα της μικρής κοιλάδας “Κορύτιζα” και απέχει από το Ακραίφνιο 1,5 χιλ. περίπου.

Το Ηρώο ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ. μαζί με ναό του Πτώου Απόλλωνα και αποτελείται από δύο συγκροτήματα το πάνω και το κάτω, που απέχουν μεταξύ τους 100μ. περίπου.

Το πάνω συγκρότημα αποτελείται από ένα ναό. Δίπλα από τον ναό και ανατολικά ήταν ο βωμός του. Χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις, πιστεύεται πως ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα, από ευγνωμοσύνη για την αφθονία των παροχών του Κωπαϊδικού πεδίου.

Το χαμηλότερο κτιριακό συγκρότημα ήταν αφιερωμένο στον Ήρωα Πτώο, και περιελάμβανε το Ηρώο, δηλαδή το μνημείο του, τον βωμό του, που ήταν στα βορειοανατολικά του, και στα νότια του Ηρώου υπήρχε ένας υπαίθριος χώρος σαν ταράτσα, όπου τοποθετούνταν ευθυγραμμισμένα τα αφιερώματα των μεταλλικών τριπόδων.

Η ομοιότητα των αφιερωμάτων του Ηρώου στο Καστράκι με αυτά του ναού του Πτώου Απόλλωνα στη θέση “Περδικόβρυση” δημιουργεί την αίσθηση ότι πρόκειται περί κοινής ή ενιαίας λατρείας η οποία διατηρήθηκε τέτοια τουλάχιστον ως τις αρχές του 4ου πΧ. αιώνα οπότε και διαχωρίστηκε και κάθε ιερό είχε από τότε τη δική του λατρεία και αποστολή.

7. Το Νεκροταφείο της Αρχαίας Ακραιφίας

Το νεκροταφείο της αρχαίας Ακραιφίας στο 102ο χλμ της εθνικής οδού Αθηνών – Λαμίας κοντά στη λίμνη Υλίκη. Καταλαμβάνει έκταση μήκους 1300 μ. και πλάτους τουλάχιστον 500 μ. Αρχίζει από τις υπώρειες του λόφου Βίγλιζα (Σκοπιά) πάνω στον οποίο ήταν κτισμένη η αρχαία πόλη και φθάνει μέχρι και την κοίτη του Κηφισού. Ανακαλύφθηκε τυχαία στις αρχές του 1974 όταν το υπουργείο Δημοσίων Έργων ανέθεσε στην εταιρία ΤΕΓΚ τη διαπλάτυνση της μεγάλης διώρυγας του Βοιωτικού Κηφισού και οι μηχανικοί εκσκαφείς άρχισαν τις μεγάλες εκχωματώσεις στη δεξιά όχθη της διώρυγας στη θέση Στενό.

8. Επαμεινώνδας Επαμεινώνδου. Ένας Διάσημος Πολίτης της Ακραιφίας.

Ο Επαμεινώνδας ήταν ένας ευκατάστατος και φιλόδοξος Ακραιφέας που έζησε τον 1ονμ.Χ. αιώνα. Είναι γνωστές οι δραστηριότητές του κατά την περίοδο της βασιλείας δύο Ρωμαίων αυτοκρατόρων του Καλιγούλα (37-41 μΧ.) και του Νέρωνα (54-68 μΧ.) επομένως θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στις αρχές του 1ου μΧ. αιώνα. Στις ανασκαφές που έγιναν στον ναό του Πτώου Απόλλωνα και σε άλλες τοποθεσίες βρέθηκαν πολλές στήλες πάνω στις οποίες έχουν χαραχθεί με τη φροντίδα του Επαμεινώνδα πολλές πληροφορίες για τη ζωή του και τη ζωή των κατοίκων αυτής της περιόδου. Η επιγραφή- IG VII, 2712- αναφέρει ειδικά για τη γιορτή Πτώϊα, κατά την οποία διεξάγονταν μουσικοί, ποιητικοί και ωδικοί αγώνες προς τιμήν του Πτώου Απόλλωνα, πως είχαν σταματήσει επί 30 χρόνια. Μόλις ανέλαβε την αρχή ο Επαμεινώνδας ανακαίνισε τον ναό και άρχισε να λειτουργεί.

‘αναλαβών την αρχήν, ευθέως επιτελεί τας θυσίας και τα του θεού μαντεία’

(Μόλις ανέλαβε την εξουσία αμέσως κάνει τις θυσίες και τις τελετές για τη λειτουργία του Μαντείου)

Όπως φαίνεται από τις επιγραφές ο Επαμεινώνδας, εκτός των άλλων, κατάφερε να αποξηράνει προς όφελος των κατοίκων ένα μεγάλο κομμάτι της λίμνης Κωπαΐδας κοντά στο Ακραίφνιο (κάπου 7.000 -10.000 στρέμματα), που μετά την καταστροφή των αποχετευτικών έργων των Μινύων (1200 π.Χ) είχε μεταβληθεί και πάλι σε ένα απέραντο έλος. Είναι και αυτή μια από τις προσπάθειες που έγιναν γνωστές για την αποξήρανση της λίμνης από τον 13ον αιώνα π.Χ μέχρι τον 1ον αιώνα μ.Χ

9. Μινύες – Οι Μακρινοί μας Πρόγονοι

α. Οι Μινύες εξακολουθούν να παραμένουν ένας μυστηριώδης και σε γενικές γραμμές άγνωστος λαός, ο οποίος όμως έχει συνδεθεί με τεραστίας σημασίας τεχνικά έργα αλλά και με τη διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα της οικουμένης. Από τους αρχαίους χρόνους κανείς δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με σιγουριά για την καταγωγή τους και την αρχική τους κοιτίδα.

β. Οι αρχαίοι ιστορικοί Ηρόδοτος, Παυσανίας, Διόδωρος θεωρούν ως κοιτίδα των Μινύων την περιοχή του Βοιωτικού Ορχομενού απ΄ όπου επέκτειναν την κυριαρχία του μέχρι τις παρυφές της θεσσαλικής πεδιάδας. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Μινύες στα τέλη της 5ης χιλιετίας πΧ. επεκτάθηκαν προς τον Παγασητικό κόλπο και τη Θεσσαλία όπου ίδρυσαν τις αποικίες Ιωλκό και Άλο. Εξασφαλίζοντας εκεί λιμάνια, οι Μινύες δημιούργησαν σπουδαίο ναυτικό και εξελίχθηκαν σε θαλασσοκράτορες σε βαθμό τέτοιο, ώστε ο Πλούταρχος στον βίο του Θησέως να αναφέρει ότι μόνο ο Βασιλιάς των Μινύων είχε το δικαίωμα να διατηρεί στόλο αυτή την εποχή. Ο Βοιωτικός Ορχομενός που ήταν η κοιτίδα των Μινύων, είχε καταστεί τότε η ισχυρότερη πόλη της Ελλάδας.

γ. Από την εκμετάλλευση του κάμπου της Κωπαΐδας την οποία κατάφεραν να την αποξηράνουν με καταπληκτικά αποστραγγιστικά-αρδευτικά έργα, απέκτησαν αμύθητα πλούτη.

10. Η Ακρόπολη του Γλα

Η ανατολική “Πύλη των επισήμων” της Ακρόπολης του Γλα από μέσα προς τα έξω (2006)

α. Στα βορειοατολικά της άλλοτε Κωπαΐδας λίμνης και 2-3 χλμ. στα βόρειοδυτικά του Ακραιφνίου βρίσκεται η Μυκηναϊκή ακρόπολη της νησίδας του Γλά που είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της Μυκηναϊκής περιόδου. Είναι η μεγαλύτερη ακρόπολη των μυκηναϊκών χρόνων, μεγαλύτερη και από τις ακροπόλεις των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Γνωστή με το όνομα Γλάς ή Γκλάς (από την τουρκική Γουλάς που σημαίνει πύργος-κάστρο) ή Παλαιόκαστρο, γιατί είναι πραγματικά ένα παμπάλαιο κάστρο, όνομα που έχει μεταβιβαστεί σήμερα στο διπλανό χωριό Κάστρο που στην αρχαιότητα λεγόταν Κώπες.

β. Στο ισχυρό της τείχος, το εξαιρετικά ευρύχωρο, μπορούσαν να καταφεύγουν σε περίπτωση κινδύνου οι περίοικοι καλλιεργητές της γης φέρνοντας μαζί τους μέρος της συγκομιδής και αρκετά ζώα. Το φρούριο που είναι εντελώς αβέβαιο αν είχε το όνομα Άρνη, βρισκόταν ασφαλώς κάτω από τον έλεγχο του Ορχομενού, ο οποίος είχε και τη φροντίδα της συντήρησης των αποχετευτικών έργων της πεδιάδας. Σύμφωνα με τους ειδικούς, εκεί κατοικούσαν 2.000 εργατοτεχνίτες που είχαν την ευθύνη των αποχετευτικών και αρδευτικών έργων του κάμπου της Κωπαΐδας.

Υποστηρίχτηκε επίσης η άποψη ότι ο οχυρωμένος λόφος δεν ήταν ηγεμονική κατοικία, ούτε απλό φρούριο, ούτε οχυρό για να βρίσκουν προστασία οι γύρω αγρότες και ποιμένες, αλλά το κέντρο όπου παρέμεναν μόνιμα τα ανώτερα βασιλικά όργανα, τα υπεύθυνα για την ομαλή λειτουργία των αποστραγγιστικών έργων της λεκάνης της Κωπαΐδας. Η πολύ μεγάλη έκταση του περιβόλου δεν αποκλείει πάντως να χρησίμευε κυρίως ως καταφύγιο μεγάλου αριθμού περιοίκων.

ΛΟΙΠΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

1. Η Λίμνη της Κωπαΐδας

α. Ονομαζόταν και Κηφισίς, επειδή σχηματιζόταν από τα νερά του ποταμού Κηφισού, που κατέκλυζαν την πεδιάδα. Απλωνόταν προς τα νότιο-ανατολικά του Ορχομενού σε μήκος 20 περίπου χλμ και έφτανε ως την Αλίαρτο και το όρος της Σφίγγας και προς τα βορειοανατολικά σε μήκος 25 περίπου χλμ ως τον μυχό του κόλπου των Κωπών, όπου βρίσκεται η μεγάλη καταβόθρα. Ο Στράβων υπολογίζει την περίμετρό της σε 380 στάδια, δηλ. περίπου 70 χλμ. Ο ίδιος αναφέρει την παράδοση πως τον καιρό της ακμής του Ορχομενού ο χώρος της λίμνης ήταν στεγνός και καλλιεργούνταν. Αλλά και όταν ήταν λίμνη, επειδή κατά τους θερινούς μήνες τα νερά του Κηφισού και των άλλων ποταμών, που τροφοδοτούσαν τη λίμνη, ελαττώνονταν, απελευθερώνονταν μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις (γιατί μπορούσαν οι καταβόθρες να απορροφούν τα νερά και έτσι μόνο βάλτοι με καλαμιώνες διατηρούνταν στον χώρο της λίμνης).

Επικράτησε το όνομα Κωπαΐς, γιατί στην περιοχή των Κωπών (το σημερινό Κάστρο) η λίμνη είχε το μεγαλύτερο βάθος και δεν ξεραινόταν ποτέ.

Λέγονταν όμως και Αλιαρτίς λίμνη (η αρχαία Αλίαρτος ήταν χτισμένη στα νότια κράσπεδα της λίμνης) και φυσικά και λίμνη του Ορχομενού, από το μεγαλύτερο άλλοτε παραλίμνιο κέντρο, κάποτε και Ακραιφίς (από την Ακραιφία).

β. Στην περιοχή της λίμνης υπήρχαν περίπου πενήντα σπήλαια-καταβόθρες (δηλαδή σπηλιές με υπόγεια χάσματα) οι οποίες μπορούσαν να απορροφούν μεγάλες ποσότητες από τα λιμνάζοντα νερά της Κωπαΐδας. Όταν η Κωπαΐδα ήταν ακόμη λίμνη, οι καταβόθρες αυτές έπαιζαν σημαντικό ρόλο, γιατί ήταν το μόνο μέσο φυσικής αποχέτευσης. Ανάλογα με την υψομετρική διαφορά που βρίσκονταν τα στόμια τους, το άνοιγμά τους, και τον όγκο του νερού που μπορούσαν να απορροφούν καθοριζόταν και η σπουδαιότητά τους. Άλλες από αυτές λειτουργούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και άλλες ανάλογα με τη στάθμη της λίμνης. Ο Τάκης Λάππας στο βιβλίο του ‘Η Κωπαΐδα’ γράφει: “Τις κυριότερες καταβόθρες υπολόγιζαν περί τις είκοσι τρεις. Ήταν θεόχτιστοι υπόγειοι αγωγοί της Κωπαΐδας. Βάραθρα κατατρυπημένα από σχισμάδες άφαντες και μεγάλες τρύπες. Ήταν οι ασφαλιστικές δικλείδες της λίμνης, να φεύγει το νερό όταν ξεπερνούσε ορισμένο ύψος. Αυτές αποτραβούσαν τα νερά που περίσσευαν. Αλλιώτικά θα πλημμύριζε ολάκερη η Βοιωτία και η Λοκρίδα. Μερικοί ισχυρίζονται πως στα έγκατα της γης οι καταβόθρες ενώνονταν και γίνονταν ένα. Άλλες από αυτές χάνονταν στα τρίσβαθα της γης και άλλες ξεχύνονταν στον Ευβοϊκό στη θέση Σκορπονέρια όπου έβγαζαν αρκετό γλυφό νερό”.

γ. Αποξήρανση στη Σύγχρονη Εποχή

(1). Μέχρι τον 16ον π.Χ ολόκληρη η έκταση της Κωπαΐδας – περίπου 250.000-280.000 στρέμματα, ήταν λίμνη. Μεταξύ 16ου και του 13ου π.Χ αιώνα, όπως αναφέραμε, οι Μινύες κατάφεραν με καταπληκτικά γι΄ αυτή την εποχή έργα, όχι μόνο να αποξηράνουν αλλά και να αρδεύσουν τον ομώνυμο κάμπο. Το έργο αυτό είτε εξ αιτίας σεισμών, είτε εξ αιτίας κοινωνικών και πολιτικών αναστατώσεων που έλαβαν χώρα γύρω στα 1300 π.Χ καταστράφηκε, με αποτέλεσμα η Κωπαΐδα να ξαναγίνει λίμνη και να παραμείνει έτσι πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια.

Τμήμα του κάμπου της Κωπαΐδας και ή Υλίκη από αεροφω/φία .2005

(2). Μετά την απελευθέρωση και την ανασύσταση του Ελληνικού κράτους το 1830 η λίμνη της Κωπαΐδας πλημμύριζε ολόκληρη τη σημερινή πεδιάδα. Οι πρώτες σκέψεις και προτάσεις για την αποξήρανση άρχισαν πλέον να κάνουν την εμφάνισή τους στην ελεύθερη Ελλάδα. Το 1833 ο Ιωάννης Κωλέττης πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι υποδεικνύει στους Γάλλους κεφαλαιούχους, στους τραπεζίτες και στις μεγάλες επιχειρήσεις το θέμα της αποξήρανσης της Κωπαΐδας και της απελευθέρωσης 280.000 στρεμμάτων. Από εδώ και πέρα θα αρχίσει μια περιπετειώδης προσπάθεια που θα κρατήσει πάνω από 50 χρόνια, μέχρι να αποδοθεί στην καλλιέργεια ο απέραντος αυτός κάμπος.

(3). Αξίζει τον κόπο να καταγράψουμε περιληπτικά, τις προσπάθειες για την αποξήρανση της λίμνης, που χρονολογικά έχουν ως εξής:

(α). Το 1834, μηχανικοί του βασιλιά Όθωνα συνέταξαν μελέτη αποξήρανσης, αλλά δεν δόθηκε συνέχεια.

(β). Το 1836, Γερμανός γεωμέτρης, στο πλαίσια τοπογραφικής καταγραφής των κρατικών κτημάτων, συνέταξε μελέτη αποξήρανσης, η οποία δεν υλοποιήθηκε λόγω υψηλού κόστους.

(γ). Το 1844, ο ειδικός στις αποξηράνσεις, Γάλλος μηχανικός, Σωβάζ συνέταξε μελέτη αποξήρανσης η οποία δεν υλοποιήθηκε λόγω υψηλού κόστους, αλλά οι προτάσεις του δωρίσθηκαν στην Ελληνική Κυβέρνηση.

(δ). Το 1853, ο καθηγητής δημοσίων έργων Παπαγεωργίου, με εντολή της Κυβέρνησης συνέταξε μελέτη αποξήρανσης, στη λογική των έργων των αρχαίων Μινύων, δηλαδή η αποστράγγιση θα γινόταν μέσω της Μεγάλης Καταβόθρας που βρίσκεται στον οικισμό Άγιος Ιωάννης στο Νέο Κόκκινο. Το έργο δεν υλοποιήθηκε λόγω υψηλού κόστους.

(ε). Το 1858, Άγγλοι επιχειρηματίες ενδιαφέρθηκαν για το θέμα της αποξήρανσης, αλλά οι προτάσεις τους που αφορούσαν την εκμετάλλευση των εκτάσεων και της γύρω περιοχής, απορρίφθηκαν από την Ελληνική Κυβέρνηση.

(στ). Το 1865, υπογράφεται σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και του εκπροσώπου Γάλλων κεφαλαιούχων Μονφερριέρ. Το έργο δεν υλοποιήθηκε, λόγω αδυναμίας εκτέλεσης του έργου από τη Γαλλική πλευρά και η σύμβαση ακυρώθηκε.

(ζ). Το 1866, Ελληνική επιτροπή προσπάθησε να κινητοποιήσει Έλληνες ομογενείς, ώστε να αναλάβουν τη χρηματοδότηση του έργου, χωρίς αποτέλεσμα.

(η). Το 1876, Όμιλος Ελληνικών Τραπεζών υπέβαλλε πρόταση στην Ελληνική Κυβέρνηση να συσταθεί Ανώνυμη Εταιρεία για την υλοποίηση του έργου, αλλά το θέμα δεν είχε συνέχεια.

(θ). Το 1879, ο Γάλλος πολιτικός μηχανικός Μουλέ, έριξε την ιδέα να μη στηριχθεί η αποξήρανση στο σχέδιο Σωβάζ, δηλαδή στην παροχέτευση των υδάτων στις καταβόθρες, αλλά στις δύο λίμνες Υλίκη και Παραλίμνη, μέσω τεχνητής υπόγειας διώρυγας, οι οποίες θα λειτουργούσαν και ως δεξαμενές -αποταμιευτήρες, για την άρδευση των καλλιεργειών τους θερινούς μήνες.

(ι). Το 1880, υπογράφεται σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Γαλλικής εταιρείας με την επωνυμία: ‘Γαλλική Εταιρεία προς αποξήρανσιν και καλλιέργειαν της Κωπαΐδας λίμνης’ για την εκτέλεση του έργου με τους ίδιους όρους που προβλέπονταν στη σύμβαση Μονφερριέρ και με τις αναγκαίες τροποποιήσεις στα σχέδια Σωβάζ.

(ια). Το 1882 αρχίζουν επιτέλους τα έργα και παρά τις αντίξοες συνθήκες και πολλές δυσκολίες, το έργο ολοκληρώνεται.

(ιβ). Τον Ιούνιο 1886 γίνονται τα εγκαίνια, με κάθε λαμπρότητα όπως ταιριάζει σε ένα τόσο μεγάλο έργο. Ο φουστανελοφόρος τότε Δήμαρχος του Ακραιφνίου κ. Παγώνας (ή Παγώνης) απηύθυνε τον παρακάτω χαιρετισμό:

“Χαιρετίζω τα της Κωπαΐδας εγκαίνια, ότι προ αιώνων οι ισχυροί της γης συνέλαβον, σήμερον μετά συγκινήσεως και χαράς βλέπομεν τετελεσμένον. Η μεγάθυμος Γαλλία συμπλεγμένας τας χείρας έχουσα μετά της Ελλάδος μεταβάλλει την άγονον Κωπαΐδα εις Εδέμ, την υλήν εις Χρυσόν, μας αποδίδει την ζωήν και την υγείαν. Αι τρεις παρόχθιαι επαρχίαι του κράτους γίνονται παράγοντες πλούτου. Οι Ακραίφνιοι ους έχω την τιμήν να αντιπροσωπεύω, εκφράζουσι τη Εταιρεία την ευγνωμοσύνη των.”

Η σήραγγα της Καρδίτσας (Ακραιφνίου) (1886)
Ένα από τα γεφύρια της διώρυγας της Καρδίτσας (Ακραιφνίου) (1886)

(ιγ). Δυστυχώς όμως το 1887 η Κωπαΐδα ξαναγίνεται λίμνη. Οι Γάλλοι μηχανικοί Ταράτ και Ποσσέ είχαν κάνει το βασικό λάθος να μη λάβουν υπόψη τους ότι ο πυθμένας της λίμνης αποτελείτο από σάπια φύκια και ύλη πάχους 4μ. που πήρε φωτιά μετά την αποξήρανση και καιγόταν σε έκταση δεκάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων χωρίς να μπορεί να σβηστεί για πολλά χρόνια. Από το γεγονός αυτό η επιφάνεια του εδάφους έπεσε περισσότερο από τρία μέτρα με αποτέλεσμα να βρεθεί η διώρυγα αιωρούμενη και άχρηστη για το έργο για το οποίο κατασκευάστηκε.

(ιδ). Το 1887 η Γαλλική εταιρεία, μη μπορώντας να ανταπεξέλθει οικονομικά στην ανακατασκευή του έργου, εκχωρεί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις στην Αγγλική εταιρεία ‘Lake Copais Co LTD’. Η Ελληνική Κυβέρνηση αναγνώρισε την εκχώρηση αυτή και η ανακατασκευή ξεκινά με τους Άγγλους να κάνουν πολλά πρόσθετα αποστραγγιστικά και αρδευτικά έργα, με διώρυγες, τάφρους και φράγματα σε διάφορα σημεία.

(ιστ). Το 1892, τελείωσαν τα έργα ανακατασκευής και επιτέλους η λίμνη Κωπαϊδα αποστραγγίσθηκε οριστικά και έγινε κάμπος μετά από 3.200 χρόνια.

2. Το σπήλαιο του Σαρακηνού

Το σπήλαιο του Σαρακηνού όπως φαίνεται από την εθνική οδό

Στο 103ο χλμ της εθνικής οδού Αθηνών – Λαμίας και 300 μ. δυτικά του κόμβου Ακραιφνίου – Αλιάρτου ψηλά στον πετρώδη λόφο που ορθώνεται στα βόρεια του παράλληλου αγροτικού δρόμου, βρίσκεται ένα από τα ομορφότερα σπήλαια της Στερεάς Ελλάδος και σίγουρα το σημαντικότερο της Βοιωτίας. Πρόκειται για το σπήλαιο του Σαρακηνού, έκτασης 2500 τ.μ με υπέροχη θέα στην Κωπαΐδα και ευρήματα ηλικίας 40.000 ετών. Όμως το ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι στο σπήλαιο αυτό η κατοίκηση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέχρι το 1600 π.Χ. και αποτελεί στην κυριολεξία μνημείο της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη. Από το 1994 οι ανασκαφές στο σπήλαιο γίνονται με συστηματικό τρόπο από τον Αρχαιολόγο καθηγητή στο πανεπιστημίου του Αιγαίου κ. Αδαμάντιο Σάμψων, κατά τη διάρκειά της οποίας, εκπαιδεύονται φοιτητές αρχαιολογίας του πανεπιστημίου. Το σπήλαιο έχει ακόμη πολλά ανεξερεύνητα σημεία, τόσο στην κυρία αίθουσα όσο και σε άλλες μικρότερες.

Το σπήλαιο αυτό έχει μεγάλη σπουδαιότητα επειδή μέχρι στιγμής είναι η μόνη σχεδόν στρωματογραφημένη θέση, στον χώρο της Στερεάς Ελλάδας. Διαθέτει μία σπάνια και ευκρινή στρωματογραφία. Η συστηματική του ανασκαφή έχει διαλευκάνει όλη την ακολουθία από την Ανώτερη Παλαιολιθική μέχρι τη Μέση εποχή του Χαλκού. Η ανασκαφή στο σπήλαιο έχει συνδυασθεί με γενικότερες περιβαλλοντικές μελέτες που αφορούν την αποκατάσταση του περιβάλλοντος στην παλαιολιθική και νεολιθική περίοδο.

Γενικά η έρευνα απέδειξε ότι το σπήλαιο ήταν ένας σημαντικός χώρος κατοίκησης σε εποχές που η λίμνη δεν είχε αποξηρανθεί, ενώ η χρήση του σταματά απότομα πριν τη μυκηναϊκή εποχή (1600 π.Χ.).

3. Η Λίμνη Υλίκη και Παραλίμνη

Η λίμνη Υλίκη και στο βάθος διακρίνεται η Παραλίμνη

α. Η Υλίκη πήρε το όνομά της από την Αρχαία Βοιωτική πόλη ΎληΎλαι). Στην πόλη αυτή κατασκευάζονταν στη αρχαιότητα οι ξακουστές βοιωτικές ασπίδες με πρωτομάστορα τον Τυχίο. Πιθανή θέση της πόλης αναφέρεται η κορυφή μικρού υψώματος, ανάμεσα στους πρόποδες του Πτώου όρους και της λίμνης Υλίκης, όπου υπάρχουν βυζαντινά τείχη, με θεμέλιους λίθους των Ελληνιστικών χρόνων.

β. Είναι αποδέκτης των τεράστιων όγκων νερού που έρχονται από τα βουνά της Βοιωτίας και της Φωκίδας (Παρνασσό, Ελικώνα κλπ ) κυρίως μέσω του Βοιωτικού Κηφισού και του Μέλανα, προστατεύοντας έτσι από πλημμύρες και καταστροφές χωριά και οικισμούς και βέβαια χιλιάδες στρέμματα καλλιεργούμενης γης. Τροφοδότης του κάμπου της Κωπαΐδας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, για το πότισμα των καλλιεργειών. Τροφοδότης για το ξεδίψασμα της Αθήνας στις δύσκολες στιγμές λειψυδρίας. Τόπος αλιείας για επαγγελματίες και ερασιτέχνες ψαράδες, τόπος κυνηγιού και αναψυχής για εκατοντάδες ξένους και ντόπιους επισκέπτες. Αυτή είναι η Υλίκη που με τη μικρότερη αδελφή της την Παραλίμνη αποτελούν το ζωογόνο δίδυμο και το καύχημα της Βοιωτίας. Οι δύο λίμνες εκτός από προστασία που παρέχουν, επενεργούν ευεργετικά και στο μικροκλίμα της περιοχής, δημιουργώντας καλές συνθήκες για την καλλιέργεια, αλλά και για την προστασία των αγροτικών προϊόντων. Είναι γεγονός ότι σπάνια γίνονται ζημιές από καύσωνες, παγετούς ή χαλαζοπτώσεις σε καλλιεργημένες εκτάσεις που βρίσκονται γύρω από την Υλίκη και την Παραλίμνη.

γ. Η Υλίκη σήμερα έχει χωρητικότητα 600 εκατομ. κ.μ νερού. Η επιφάνεια της είναι περίπου 10-12 χιλιάδες στρέμματα και έχει μέγιστο βάθος 39 μ. Πριν την αποξήρανση της Κωπαΐδας τα νερά της Υλίκης προέρχονταν αφενός από τις υπόγειες καταβόθρες της Κωπαΐδας λίμνης και από τα ρέματα του κάμπου των Θηβών και της περιοχής του Ακραιφνίου.

δ. Δύο, τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Υλίκης μεταξύ αυτής και του κόλπου της Ανθηδόνας στον Ευβοϊκό βρίσκεται η Παραλίμνη. Γνωστή κατά την αρχαιότητα ως Τροφία ή Τρεφία έχει μήκος 8 χλμ. πλάτος 1 με 1,5 χλμ περίπου, η δε στάθμη της μπορεί να φθάσει τα 11 μέτρα. Η Παραλίμνη είναι υψομετρικά 33 μέτρα χαμηλότερα από την Υλίκη. Παλαιότερα έπαιρνε το νερό μόνο από τις υπόγειες καταβόθρες της Υλίκης και από τα γειτονικά ρέματα. Σήμερα εκτός από τις καταβόθρες παίρνει το νερό και από μία διώρυγα 2,5χλμ. που συνδέει την Υλίκη με την Παραλίμνη και διοχετεύονται εκεί τα νερά της Υλίκης όταν αυτά υπερβούν ορισμένη στάθμη

4. Εκκλησίες – Μονές – Εξωκλήσια

α. H εκκλησία του Αγίου Γεωργίου

Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο σημερινό Ακραίφνιο.

Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου είναι κτισμένη στη θέση του Αρχαίου Ναού του Διονύσου. Τούτο προκύπτει από πλήθος επιγραφών χαραγμένων σε λίθους που έχουν χρησιμοποιηθεί ως δομικό υλικό στην κατασκευή του κτιρίου. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα Βοιωτικά στην εποχή του (μέχρι το174-175μ.Χ) εξακολουθούσε να υπάρχει στη θέση αυτή ο παλαιός ναός του Διονύσου και το λατρευτικό του άγαλμα.

Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους σταυροφόρους της 4ης σταυροφορίας (1204 μ.Χ.) και το μοίρασμα του Βυζαντίου στα κράτη που συμμετείχαν αρχίζει η περίοδος της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, που διαρκεί μέχρι τις αρχές του 14ον μ.Χ. αιώνα, οπότε τη θέση τους παίρνουν οι Καταλανοί. Η φοβερή σύγκρουση των δύο αντιπάλων γίνεται η αφορμή να χτισθεί στη θέση του αρχαίου ναού ένας καινούργιος χριστιανικός ναός. Πρόκειται για τον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ακραίφνιο.

Κατά την διάρκεια μάχης που έγινε μεταξύ Φράγκων και Καταλανών στην περιοχή της Κωπαϊδας στις 15-3-1311, ο συνετός αφέντης του Ακραιφνίου, ο Φράγκος Ιππότης Αντώνιος Ντε Φλάμα έκανε τάμα στον Αϊ Γιώργη αν γλίτωνε να του χτίσει εκκλησία. Έτσι σαν εκπλήρωση του τάματος έχτισε στο Ακραίφνιο την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Η επιγραφή που βρέθηκε και διασώζεται μέχρι σήμερα πάνω από τον άμβωνα (με αρκετά ορθογραφικά λάθη) λέει τα εξής:

(“Ανηγέρθη ο θύος και πάνσεπτος ναός του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου δηά συνεργείας και πόθου πολλού του θεοσεβεστάτου καβαλάρη μισέρ Αντώνη Ντε Φλάμα. Ο δε τέλος ήλιφεν πολλών μαρτύρων όδε τέλος εύρεν ηστωρής(ε) αυτής παρά Γερμανού ιερομονάχου κε καθηγουμένου κε Νικοδήμου ιερομονάχου το τον αυτάδελφον τους ανακενήσαντα των οίκον τούτον: “ετ.στωθ.ινδ Θ'”) .

Το “ετ.στωθ.ινδ Θ”: σημαίνει έτος 6819 ινδικτιώνος ενάτη, που αντιστοιχεί στον ένατο μήνα του 1311 μ.Χ . Δηλαδή έξι μήνες μετά τη φονική μάχη της Κωπαΐδας ο Αντώνιος Ντε Φλάμα πραγματοποίησε το τάμα του.

Το πρώτο οικοδόμημα, δηλ. ο κυρίως ναός, είχε μήκος 9,90μ. και αργότερα προστέθηκε ο νάρθηκας μήκους 3,5μ. Μέχρι εδώ η εκκλησία εμφανίζεται σαν ενιαίο οικοδόμημα. Έξι αιώνες αργότερα, (μεταξύ 1880- 1900μ.Χ ) επειδή προφανώς η χωρητικότητα του παλαιού ναού ήταν μικρή και δεν εξυπηρετούσε τις λειτουργικές ανάγκες των κατοίκων αυτής της εποχής προστέθηκε μεγάλος εξωνάρθηκας μήκους 7μ. του ιδίου πλάτους με το αρχαίο κτίσμα χωρίς όμως να αλλοιωθεί το παλαιό. Δηλαδή οι δύο χώροι επικοινωνούσαν από την είσοδο της παλαιάς εκκλησίας. Την ίδια εποχή φαίνεται ότι χτίστηκαν και οι αντιρήδες που σώζονται στον βόρειο τοίχο του παλαιού κτίσματος.

β. Η Μονή Πελαγία

Μονή Πελαγίας

(1). Σε απόσταση 5 χλμ από το 103ο χλμ της Εθνικής οδού Αθηνών – Λαμίας και 4 χλμ ανατολικά του Ακραιφνίου βρίσκεται η Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, η ονομαζόμενη ‘Μονή Πελαγίας’. Είναι κτισμένη στο κέντρο ενός οροπεδίου σε υψόμετρο 560 μ κάτω από την κορυφή του Πτώου (724 μ.) και σε απόσταση 1ος χλμ από τη θέση ‘Περδικόβρυση’, όπου βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του Ιερού του Πτώου Απόλλωνα. Το μοναστήρι αυτό αποτελείται από μια τετράγωνη αυλή στο κέντρο της οποίας ανυψώνεται το ‘Καθολικό’ της, ένα εκπληκτικό οικοδόμημα, κτισμένο ολόκληρο με εξαγωνικές πέτρες, που πλαισιώνεται με κτίρια σε όλες της πλευρές του.

(2). Ο Ναός της Μονής είναι αφιερωμένος στη Γέννηση της Θεοτόκου και εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου.

(3). Κατά την παράδοση πήρε το όνομά της από κάποια Ρωμαία Πελαγία η οποία αφού ασπάστηκε τον Χριστιανισμό κατέφυγε εκεί και έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι.

(4). Υπάρχουν και άλλες εκδοχές, θα αναφέρουμε άλλη μία που έχει κάποια ιστορική βάση. Τον καιρό της εικονομαχίας οι πιστοί για να γλιτώσουν τις εικόνες από την καταστροφή προσπαθούσαν να τις κρύψουν και να τις φυγαδεύσουν με κάθε τρόπο. Μια τέτοια εικόνα βρέθηκε στη θάλασσα και περισυλλέχτηκε από κάποιο πιστό εικονολάτρη, που περνώντας με θαυμαστό τρόπο το πέλαγος έφτασε στο Πτώον. Εκεί για να τιμήσει τη διάσωσή της, έκτισε εκκλησία, όπου απέθεσε την εικόνα. Από την εικόνα του ‘πελάγους’ το μοναστήρι ονομάστηκε Μονή Πελαγίας.

(5). Δεν υπάρχουν δυστυχώς στοιχεία που δείχνουν τη χρονολογία ίδρυσης του μοναστηριού. Η παράδοση αναφέρει αόριστα ότι κτίστηκε κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, ή κατ΄ άλλους τον 7ον μ.Χ. αιώνα ή και αργότερα.

γ. Αγία Τρίτη

Εικόνα της Θεοτόκου στην Αγία Τρίτη

Στη δυτική πλευρά της Κωπαϊδας, κοντά στο χωριό Ακραίφνιο βρίσκεται ο σπηλαιώδης Ναός της Αγίας Τρίτης όπως τον αποκαλούν οι κάτοικοι της περιοχής γιατί πανηγυρίζει την Τρίτη ημέρα του Πάσχα. Ο Ναός είναι μία μικρή σπηλιά που στην είσοδό του έχει κτισθεί ένας τοίχος και στο εσωτερικό του έχουν λαξευθεί αβαθείς κόγχες. Λόγω του μικρού και ακανόνιστου χώρου υπάρχουν πολύ λίγες τοιχογραφίες. Μία από αυτές είναι και η τοιχογραφία που απεικονίζει την Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα με θλιμμένο ύφος.

δ. Αϊ Βλάσης (Ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής ή Αγίου Βλασίου Κωπαΐδος)

Εικόνα Παναγίας
Ναός της Ζωοδόχου Πηγής

Στον δρόμο που συνδέει το Ακραίφνιο με την Αλίαρτο υψώνονται τεράστιοι επιβλητικοί βράχοι, που ανάμεσά τους πλήθος από υπέροχες σπηλιές και καταβόθρες. Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής ή (όπως είναι γνωστός μας, του Αγίου Βλασίου) είναι σπηλιά που επέλεξαν οι καταδιωκόμενοι Χριστιανοί για να περισώσουν την πίστη τους. Το σπήλαιο αποτελείται από δυο τμήματα τα οποία συνδέει ένα χαμηλό άνοιγμα που χρησιμεύει σαν πέρασμα από το ένα τμήμα στο άλλο. Το πρώτο τμήμα δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον. Αντιθέτως το δεύτερο είναι διαμορφωμένο σε ναό με κτιστό τέμπλο και στέγη τις άγριες ρωγμές των βράχων. Ρίγη και δέος κυριεύουν τον επισκέπτη-προσκυνητή που τόλμησε να συρθεί στο χαμηλό άνοιγμα. Οι τοιχογραφίες τον αποζημιώνουν καθώς θυμίζουν τα χαρακτηριστικά έργα της Μακεδονικής Σχολής στο Πρωτάτο των Καρυών (Άγιον Όρος) και τις τοιχογραφίες της Μονής της Χώρας στην Κων/πολη (Καχριέ Τζαμί).

Στο κακοχτισμένο τέμπλο και στη συνήθη θέση εικονίζεται ο Ιησούς Χριστός κρατώντας στο αριστερό του χέρι πολυποίκιλτο Ευαγγέλιο και ευλογώντας με το δεξί. Στα δεξιά του Χριστού ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος με γλυκά χαρακτηριστικά και χωρίς την αγριότητα της ερήμου. Απέναντι η επιβλητική μορφή της Παναγίας Βρεφοκρατούσης. Η μορφή της αυστηρή και γλυκειά. Κρατά στην αριστερή της αγκάλη το βρέφος Ιησού ενώ το βλέμμα της διαπεραστικό αναζητεί το βλέμμα του προσκυνητή. Επειδή το σπήλαιο δεν πρόσφερε πολλές επιφάνειες για αγιογράφηση ο αγιογράφος χρησιμοποίησε και την προς το Ιερό πλευρά του τέμπλου. Εκεί εντυπωσιακές είναι οι μορφές της αγίας Ειρήνης και της αγίας Παρασκευής.

Πάνω από την Αγία Τράπεζα η μορφή της Πλατυτέρας μια υπέροχη μορφή με την αγκαλιά ανοιχτή. Κάτω από την πλατυτέρα η Άκρα Ταπείνωσης: Ο Ιησούς στις δυσχερέστερες επίγειες ώρες του. Ακόμη σώζονται οι μορφές του Αγίου Στεφάνου και του Αγίου Ιγνάτιου του Θεοφόρου. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι τοιχογραφίες είναι χρονολογημένες. Πάνω από την Ωραία Πύλη υπάρχει η επιγραφή:

“ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΙΕΡΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 6841” δηλ. 1331μ.Χ.

Σε ένα ακιδογράφημα διαβάζουμε:

“ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΠΟ ΜΑΥΡΟΜΑΤΙ ΤΗ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 1839 ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΕΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΑ”.

Ποιος είναι ο λόγος που οι πιστοί της περιοχής δεν ξανάχτισαν τον κατεστραμμένο ναό στην είσοδο της σπηλιάς αλλά κατέφυγαν στο συνεχόμενο σπήλαιο και μάλιστα το κόσμησαν με υπέροχες τοιχογραφίες; Η πιο αξιόπιστη απάντηση είναι ότι ο λατρευτικός αυτός χώρος συνδέεται με τους απηνείς διωγμούς των Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας και της κυριαρχίας των Καταλανών μετά την αναμέτρηση στην Κωπαϊδα το 1311μ.Χ. Οι νέοι κατακτητές δημιούργησαν κλίμα τρομοκρατίας. Οι εκκλησίες λεηλατήθηκαν οι κληρικοί έπρεπε να γίνουν καθολικοί ή να διωχθούν. Η κατάσταση που επικράτησε υποχρέωσε τους Ορθόδοξους Χριστιανούς να καταφύγουν “εν ταις σπηλαίοις και ταις οπαις της γης”. Αυτός είναι ο κύριος λόγος της δημιουργίας του λαμπρού και σπάνιου αυτού Ορθόδοξου μνημείου στα σπλάχνα της Βοιωτικής γης.

(Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΟΙΩΤΙΑ” του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου.)

ε. Η Νέα Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Ακραιφνίου

(1). Προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, είχε γίνει συνείδηση σε όλους τους κατοίκους , ότι η παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, δεν επαρκούσε πλέον για τις πνευματικές ανάγκες του χωριού.

(2). Έτσι με πρωτοβουλία κάποιων κατοίκων, συγκροτήθηκε αρχικά μία άτυπη επιτροπή, με σκοπό να επιλέξουν τον κατάλληλο χώρο για την ανέγερση της νέας εκκλησίας, να προχωρήσουν στις υπόλοιπες διαδικασίες σύνταξης και έγκρισης των σχεδίων και να συγκεντρώσουν τα αναγκαία χρήματα για την εκτέλεση των έργων. Η επιτροπή αυτή αποτελείτο από τους:

(α). Σεφαφείμ Μπεθάνη ως Πρόεδρο

(β). Πέτρο Μακρή ως Αντιπρόεδρο

(γ). Ιωάννη Μωραϊτη ως Ταμία

(δ). Αθανάσιο Κουτουρλό ως Γραμματέα.

(3). Ο χώρος που επιλέχθηκε για να ανεγερθεί η νέα εκκλησία ήταν ένα οικόπεδο στο κέντρο του χωριού, που ανήκε σε 14 συγγενικές οικογένειες όπου παλιά χρησιμοποιούταν για αλώνισμα με ζώα, γνωστό ως “Αλώνια τα Μπεθανεϊκα”

(4). Με την παραπάνω επιτροπή συντάχθηκαν, η εκκλησιαστική επιτροπή με επικεφαλής τον τότε ιερέα Παπαγιώργη Παπακωνσταντίνου και η κοινοτική αρχή, Πρόεδρος της οποίας ήταν ο Ντίνος Αγγέλου.

(5). Στις 10 Νοεμβρίου1968, μετά από πολλές προσπάθειες και αφού παρακάμφθηκαν πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες και οι αντιρρήσεις κάποιων εκ των συνιδιοκτητών του οικοπέδου, υπογράφηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κωνσταντίνου Γκίκα το υπ?αρίθ. 30975 συμβόλαιο, δωρεάν παραχώρησης των 20/24 του οικοπέδου προς το “Εν Ακραιφνίω Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Γεωργίου”, που το εκπροσωπούσε ο Θεόδωρος Παπαγεωργίου.

(6). Αμέσως μετά άρχισε η προσπάθεια για τη συγκέντρωση χρημάτων, τη σύνταξη των σχεδίων και την εκτέλεση των έργων. Στην προσπάθεια αυτή, συγκινητική και καθοριστική ήταν η συμμετοχή όλων των κατοίκων του χωριού, οι οποίοι από την αρχή μέχρι το τέλος των έργων, βοήθησαν με ενθουσιασμό, είτε με προσφορά χρημάτων από το υστέρημά τους, είτε με προσφορά ειδών, είτε με παροχή προσωπικής εργασίας, όπως έγινε με την καλλιέργεια με σιτάρι, προς όφελος της νέας εκκλησίας, των εκτάσεων που τότε είχαν αποκαλυφθεί από την ανομβρία, στη λίμνη Υλίκη.

(7). Τα εγκαίνια της ανέγερσης του ναού, έγιναν τον Νοέμβριο του 1971, με θρησκευτική τελετή, παρουσία του τότε μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας κ. Νικόδημου. Τη σύνταξη των σχεδίων ανέλαβε αφιλοκερδώς ο αρχιτέκτονας-μηχανικός και τότε Δήμαρχος Θηβαίων, Θεμιστοκλής Παπαθεοδώρου και την επίβλεψη του έργου, επίσης αφιλοκερδώς, ο πολιτικός μηχανικός Στυλιανός Λαλιώτης.

(8). Τα έργα ανατέθηκαν σε δύο εργολάβους και υλοποιήθηκαν σταδιακά, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες. Η 1η εργολαβία ανατέθηκε στον κ. Γιαννακούλη Ιωάννη και με αυτή κατασκευάσθηκαν τα θεμέλια, το δάπεδο και μέρος του τοίχου. Στο τέλος της εργολαβίας τροποποιήθηκε η αρμόδια επιτροπή ανέγερσης με τη συμμετοχή σε αυτή του Δημητρίου Ντελή και απέκτησε καταστατικό, για να είναι νόμιμη.

Η 2η εργολαβία, ανατέθηκε στον εργολάβο Κουντουριώτη Γεώργιο, από το χωριό Δομβραίνα Βοιωτίας και με αυτή τροποποιήθηκαν και ενισχύθηκαν τα προηγούμενα έργα, εκτελέσθηκαν τα υπόλοιπα και ο ναός πήρε τη σημερινή μορφή.

(9). Τα εγκαίνια του ναού έγιναν στις 25 Απριλίου 1986, παρουσία του τότε μητροπολίτη Θηβών & Λεβαδείας και νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ.Ιερωνύμου.

Στη συνέχεια, πάντα με τη συμπαράσταση και την οικονομική βοήθεια και τις δωρεές των κατοίκων του χωριού, ο ναός αγιογραφήθηκε σταδιακά και σήμερα καλύπτει πλήρως τις πνευματικές ανάγκες των κατοίκων.